- ἀποσκέπτομαι
- ἀπο-σκέπτομαι, not found in [tense] pres. (v. ἀποσκοπέὠ,) [tense] fut. ἀποσκέψομαι. [tense] aor. ἀπεσκεψάμην:—A examine, Plu.3.582d,
ἔς τι Hp.Mul.1.11
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔς τι Hp.Mul.1.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.